- Δάμασος
- Δάμασοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δάμασος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, που τον σκότωσε ο Πολυποίτης, γιος του Πείριθου. 2. Γιος του Κόδρου, που μαζί με τον αδελφό του Νάοκλο ίδρυσε την αποικία των Ορχομενίων Μινυών. 3. Ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης … Dictionary of Greek
Δάμασε — Δάμασος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμάσω — Δάμασον neut nom/voc/acc dual Δάμασον neut gen sg (doric aeolic) Δάμασος masc nom/voc/acc dual Δάμασος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Карфаген кипрский — (Kartihadasti) упоминается в анналах Ассоргаддона при перечислении западных царей данников. Царем его назван Da mu si, что дает многим повод видеть в нем грека (Δάμασος), а город отождествлять с классическим Κούζιον, основанном аргивянами к З. от … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Damasvs — DAMĂSVS, i, Gr. Δάμασος, ου, ein Trojaner, welchen Polypötes, nebst andern, niedermachte. Hom. Il. Μ. v. 284 … Gründliches mythologisches Lexikon
Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… … Dictionary of Greek
Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… … Dictionary of Greek
Δαμάσου — Δάμασον neut gen sg Δάμασος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμάσων — Δάμασον neut gen pl Δάμασος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμάσῳ — Δάμασον neut dat sg Δάμασος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)